Ελευθερία Μπέλμπα

Της Ελευθερίας Μπέλμπα

(Δοκίμιο)

Στον πρόλογο της Αντιγόνης του Σοφοκλή (στ. 1-99) εκτυλίσσεται η εικόνα: συναντάται η ηρωίδα με την αδελφή της και της ανακοινώνει την απόφασή της να θάψει το νεκρό αδερφό τους, τον Πολυνείκη. Η Ισμήνη, επειδή φοβάται να αντιταχθεί στον απολυταρχισμό του Κρέοντα, δεν της εξασφαλίζει βοήθεια, παρά μόνο τη σιωπή της, αλλά εκείνη την απορρίπτει. Ο Ιωάννης Γρυπάρης, φιλόλογος και δημοτικιστής, εκπόνησε το 1940 μια μετάφραση, στην οποία βασίστηκαν (από το 1940 μέχρι το τέλος του αιώνα και σήμερα) πολλές παραστάσεις.

Ο Ιωάννης Γρυπάρης λοιπόν στη μετάφρασή του ακολουθεί κάποιες θέσεις του Schleiermacher, όπως ότι οι έννοιες, που δεν αφορούν τα απτά ζητήματα, απεικονίζονται με λέξεις που «στην καθημερινή ζωή υπολογίζουν το πλεόνασμα ή έλλειμα»[1]. Πλησίον της κοινής ομιλίας διατυπώνει ο Γρυπάρης τις πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις του πρωτοτύπου (στ. 37-38, «εἲτ’…κακή»: «μα…τους ντροπιάζεις») και ευθείες ερωτήσεις (στ. 42, «ποῖ…εἶ;»: «που…ο νους σου;»). Επιπλέον ο μεταφραστής, ως άτομο αυτόνομο, εκφράζει την ηθική ιδεολογία του, διαχρονικά αποτυπωμένης (στ.96-97, «πείσομαι…θανεῖν.»: «γιατί…τιμημένα»)[2]. Μέσω της μίμησης (στ. 18, «Ἤιδη καλῶς»: «Ήμουνα βέβαιη»- στ.98, «εἰ δοκεῖ σοι»: «αφού έτσι κρίνεις») δίνεται η εντύπωση της ομοιότητας με το πρωτότυπο[3]. Η παράφραση εξάλλου είναι μίμηση που αποδίδει κάπως ελεύθερα το περιεχόμενο του πρωτοτύπου (στ. 68, «οὐκ ἔχει…οὐδένα»: «καθαρή…τρέλλα»)[4]. Και η ελεύθερη μετάφραση απευθύνεται στους αναγνώστες της εποχής του μεταφραστή∙ συγκεκριμένα στο νεοελληνικό πολιτιστικό πλαίσιο κατανοείται η επιτακτική προτροπή της Ισμήνης, στην πρόταση επιθυμίας, να αποσιωπηθεί η παράνομη πράξη (στ.84-85, «ἀλλ’…μηδενὶ»: «κοίτα…το πής»)[5]. Η «σχολικού τύπου κατανόηση» (στ. 11, «ἐμοὶ…ἵκετ’»: «για…φίλους μας») σημαίνει ότι η μετάφραση μεταδίδει «τα επιμέρους σημεία» που καταδεικνύουν το γλωσσικό περιβάλλον, χωρίς την ευχέρεια «συνολικής εποπτείας» του κειμένου[6]. Ενδεχομένως παρατηρείται και η τεχνητή μεταφραστική διατύπωση λόγω της χρονικής απόστασης που χωρίζει τον αρχαίο λόγο από το νεοελληνικό (στ.80, «ἐγὼ δὲ δὴ τάφον χώσουσ’ ἀδελφῷ φιλτάτῳ πορεύσομαι»: «μα εγώ να σκάψω τάφο του ακριβού αδερφού μου πηγαίνω»)[7].

Επιπρόσθετα ο Γρυπάρης υιοθετεί απόψεις του Nida, καταρχήν όσον αφορά τους μετασχηματιστικούς κανόνες που συνδέουν, μέσα σε μια πρόταση, την υποκείμενη δομή με μια άλλη για τη σύνθεση της επιφανειακής δομής, όπως την αλλαγή της συντακτικής φόρμας∙ το υποκείμενο γίνεται αντικείμενο ρήματος (στ. 10, «ἢ…κακά;»: «ή…οι εχθροί μας;»)[8]. Επίσης μια κατά λέξη απόδοση (στ.1,«αὐτάδελφον[9]»: «αυταδερφή[10]») καταργεί τη χρησιμότητα του κριτικού υπομνήματος[11]. Συναφείς λέξεις συνδέουν τα παρατιθέμενα στοιχεία, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες που δηλώνει το συγκείμενο (πρόκειται για την τεχνική της στοιχειώδους ανάλυσης)[12]˙ αναγνωρίζονται οι σημασίες της λέξης «ἀμήχανος» (στ. 79, δρᾶν…ἀμήχανος»: «ενάντια μπορώ να πάω»-στ.90, «ἀμηχάνων ἐρᾷς»: «ζητάς τ’ αδύνατα»-στ. 92, «τἀμήχανα»: «τ’ αδύνατα»)[13]. Τα συμβάντα καταγράφονται με ρήματα (στ.98, «στεῖχε»: «πήγαινε»), τα πράγματα με ουσιαστικά (στ. 54,« ἀρτάναισι»: «με θηλειά»)[14]. Η συντακτική χρήση της πρόθεσης «πρός» στον εμπρόθετο προσδιορισμό (στ.51, «πρὸς…ἀμπλακημάτων»: «απ’…στο φως») δείχνει την επιφανειακή δομή∙ δείχνει την αφηρημένη σημασία του επιθέτου, ειδικά του πρώτου συνθετικού του επιθέτου («φέρω»), έτσι με αναδρομικό σχηματισμό επισφραγίζεται το γεγονός˙ η επιφανειακή δομή (στ. 60, «ψῆφον τυράννων»: «σ’ ό,τι έχει αποφασίση η εξουσία») αντανακλά τον αναδρομικό σχηματισμό (αντικείμενο «τύραννοι»-γεγονός «ψηφίζουσιν»). Η μορφική ισοδυναμία σημαίνει ότι το μήνυμα συμφωνεί με στοιχεία της γλώσσας πηγής  (στ. 45, «τὸν γοῦν…ἀδελφόν»: «ναι…δε θέλης»). Η δυναμική ισοδυναμία φανερώνει ότι το μήνυμα εξαρτάται από τα γλωσσικά πολιτιστικά στερεότυπα, στοχεύοντας στη «φυσικότητα και ευχέρεια της έκφρασης» (στ. 17, «μᾶλλον ἀτωμένη»: «πιο συφοριασμένη»)[15].

Στη μετάφραση Γρυπάρη εξάλλου ανιχνεύονται επισημάνσεις των Vinay-Darbelnet για τη μετατόπιση, δηλαδή τη μετατροπή ενός μέρους του λόγου σε άλλο, χωρίς νοηματική αλλοίωση (στ.59, «βίᾳ»: «αψηφώντας»)[16]. Παρατηρούνται και μορφές μετατροπίας, δηλαδή  της μεταβολής στη σημασιολογία, της αναστροφής της οπτικής γωνίας[17]˙ η αποφατική πρόταση ισοδυναμεί με καταφατική (στ.68, «οὐκ ἒχει…οὐδένα»: «καθαρή…τρέλλα»), η ενεργητική φωνή με παθητική (στ.63, «ἀρχόμεσθ’ ἐκ κρεισσόνων»: «αυτοί… από μας»)[18]. Με την ισοδυναμία διαμορφώνεται διαφορετικό υφολογικό επίπεδο στην αποτύπωση  παρόμοιου μηνύματος, όπως η παροιμιώδης έκφραση, δηλωτική της μάταιης εμπλοκής της Ισμήνης στο αδιέξοδο της αδερφής της (στ. 40, «λύουσ’…ἅπτουσα»: «αν…χέρι;»)[19]. Συναρθρωτές εξάλλου λειτουργούν ως σύνδεσμοι προσανατολισμού σε ειδική διαθρωτική δομή[20]. Ενδεικτικά σηματοδοτείται η μετατροπή της στίξης, λ.χ. η άνω τελεία γίνεται κόμμα (στ. 64-67, «ἐγὼ…πείσομαι·»: «εγώ…εξουσιάζουν,»), κειμενικοί δείκτες γίνονται τα μεταβατικά επιρρήματα-συνδέσμοι (στ.35, «ἀλλ’»: «μα»). Χρησιμοποιούνται δεικτικές αντωνυμίες (στ. 43, «τῇδε»: «το χέρι αυτό μου εδώ»), η άρνηση του αντιθέτου (στ. 87, «ἐὰν μὴ πᾶσι κηρύξῃς τάδε»: «παρ’ αν το κηρύξης σ’ όλον τον κόσμο» ). Παρατηρούνται λόγω διαφορών μεταξύ της ΓΠ και της ΓΣ[21] αναγκαστικά (στ. 71, «ἀλλ’…δοκεῖ»: «μείνε…εσύ») μετατοπίσεις και μετατροπίες[22]. Η ακριβής απόδοση μιας λέξης ή της φραστικής δομής, το έκτυπο, ενσωματώνεται πλήρως στη ΓΣ (στ. 1 «αὐτάδελφον»:  «αυταδερφή»)[23].

Ο Γρυπάρης μάλιστα προσαρμόζει στο κείμενό του δεδομένα της μεταφραστικής θεωρίας του Κακριδή, όπως η μετάσταση, δηλαδή η αντικατάσταση ενός συντακτικού μέλους από άλλο˙ με πρόταση αντικαθίστανται το απαρέμφατο ή η μετοχή (στ. 96, «παθεῖν»: «να πάθωμε»-στ.33, «τοῖσι μὴ εἰδόσιν»: «για…μάθη»), το κατηγορούμενο (στ.44, «ἀπόρρητον»: «που…απαγορεύει»), το επιρρηματικό κατηγορούμενο, ισοδύναμο με επίρρημα (στ.25, «ἔντιμον»: «για να…με τιμή»)[24]. Με εμπρόθετο προσδιορισμό αποδίδονται η γενική ή η δοτική (στ.21, «τάφου»: «με ταφή»-στ. 14, «χερί»: «απ’ το χέρι»), το επίρρημα (στ.70, «ἡδέως»: «μ’ ευχαρίστηση»), το επίθετο (στ.36, «δημόλευστον»: «απ’…τις πέτρες»)[25]. Δυσκολίες θεωρούνται η απόδοση των μορίων (στ. 80, «δέ δὴ»: «μα και»), η προσπάθεια ακρίβειας, με μεταβολή της δοτικής προσωπικής σε υποκείμενο (στ. 37, «σοι»:  «εσύ»)[26]. Συνδυαστική μετάσταση είναι η αντικατάσταση της γενικής του προσώπου με ονομαστική(στ. 10, «τῶν ἐχθρῶν»: «οι εχθροί μας»), της αφηρημένης έννοιας και της γενικής αντίστοιχα με πρόταση και ονομαστική (στ. 60, «ψῆφον τυράννων»: «σ’ ό,τι έχει αποφασίση η εξουσία»)[27]. Επιβάλλεται ενίοτε η περιφραστική απόδοση των επιθέτων (στ. 50, «δυσκλεής»: «γιομάτος ντροπές»), του συγκριτικού βαθμού (στ.64, «ἀλγίονα»: «πιο σκληρότερ’»), του απόλυτου υπερθετικού (στ.59, «κάκιστ’»: «πιο κακό»), του παρακειμένου (στ. 82, «ὑπερδέδοικά»: «φόβο πόχω»), της δυνητικής ευκτικής (στ.40, «ἂν προσθείμην»: «θενά προστέσω»). Επιπλέον προτιμάται και η αντικατάσταση της πρόθεσης στο σύνθετο ρήμα με επίρρημα (στ. 22, «ἀτιμάσας ἔχει»: «με ταφή τιμήση»), ενός ρήματος με δύο (στ. 15, «φροῦδός ἐστιν»: «σκορπίστηκε και πάει»)[28]. Με αντιστροφή της υπόταξης,  το κέντρο της σημασίας βρίσκεται στη μετοχή και όχι στο ρήμα (στ.72, «ποιούσῃ»: «σαν θα το κάμω»). Η επιλογή μικροπερίοδου λόγου αποσκοπεί στην απλοποίηση της περίπλοκης περιδολογίας (στ.31-36: άνω τελεία στους στ. 31, 33). Ισχύει η αποκατάσταση, δηλαδή η μετατροπή του πλαγίου λόγου σε ευθύ (στ.31-32, «τοιαῦτά…κηρύξαντ’ ἔχειν,»: «τέτοια…διαλάλησε»), η απλοποίηση της διπλής παρατακτικής σύνδεσης με τα συμπλεκτικά «τε», «και» (στ.6, «τῶν σῶν…κακῶν»: «απ’…συφορές»)[29]. Στο απλό σύστημα παρατηρείται η μεταφραστική υπαλλαγή (στ. 42, «γνώμης» γενική διαιρετική στο «ποῖ»: «ο νους»), αντικαθίστανται με κύρια πρόταση το απαρέμφατο ή η μετοχή (στ.32, «κηρύξαντ’ ἔχειν»: «διαλάλησε»-στ. 62, «οὐ μαχουμένα»: «να μην μπορή να τα βάζουμε»), η αναφορική πρόταση (στ.71, «ὁποῖά…δοκεῖ»: «μείνε…εσύ»). Στη λογική σύνδεση με υποτακτικούς προσδιορισμούς αντικαθίσταται η χρονική μετοχή με αντίστοιχη πρόταση (στ. 52, «ἀράξας»: «αφού ξερίζωσε»)[30]. Με την αναλυτική νεοελληνική σύνταξη δημιουργείται ο κίνδυνος κατάργησης της στενής σύνδεσης νοημάτων, του ιδιαίτερου ύφους του γράφοντος (στ. 64, «καὶ…ἀλγίονα»: «κι ανάγκη…τούτα»)[31]. Στη μετάφραση παραλείπεται ένα στοιχείο για την αποφυγή του πλεονασμού (στ.26, «τὸν δ’ ἀθλίως θανόντα Πολυνείκους νέκυν»: «το άθλιο το κορμί του Πολυνείκη») ή ενδείκνυται η προσθήκη όρων με τη συσσώρευση αρνήσεων (στ.16, «οὐδὲν…ἀτωμένη»: «εγώ…συφοριασμένη», το υποκείμενο)[32].

Στη μετάφραση Γρυπάρη μπορούν να διατυπωθούν κάποια σχόλια και σχετικά με το λογοτεχνικό ύφος. Η μεταφορά (στ.66, «ὡς βιάζομαι τάδε»: «αν…στην ανάγκη»), σχηματοποιεί συνυποδηλωτικά το ποιητικό κλίμα στο κείμενο της μετάφρασης[33]. «Ο Γρυπάρης αποδεικνύει πως δεν υπάρχει ανισοτιμία μεταξύ μεταφραστικής και μεταφραζόμενης γλώσσας» μέσω της δημοτικής που επιστρατεύει (στ.87, «Οἴμοι»: «Σκοτιά μου»)[34]. Με το πέρασμα των χρόνων μεταβάλλονται οι γλωσσικές σημασίες, ώστε η μετάφραση (εκπαιδευτικός δημοτικισμός) γίνεται δίοδος εκλαΐκευσης των ανθρωπιστικών ιδεών (στ.42, «ποῖ…εἶ;»: «που…ο νους σου;»)[35]. Εντούτοις το ποιητικό ύφος υποβαθμίζεται στην καθομιλουμένη έκφραση εξαιτίας των «ρητορισμών, εκφράσεων δημοσιογραφικών, μιμήσεων φολκλορικών» (στ.20, «Τί δ’ ἔστι;»: «Μα τι τρέχει;»- στ. 16, «οὐδὲν ὑπέρτερον»: «τίποτα παραπάνω»)[36].

Στο επίπεδο του συμβολισμού τα γραμματικά δεδομένα,όπως το γένος, η αλληγορική διατύπωση, δε διοχετεύονται αυτούσια («κάρα» στ.1, «Ἰσμήνης κάρα[37]»: «ω…Ισμήνη»)[38]. Η τεχνική διαδικασία  διεκπεραιώνεται με τη μετωνυμία (στ. 36, «φόνον δημόλευστον»: «θάνατος…τις πέτρες»), τον εσωτερικό ρυθμό του στίχου (στ.48, «οὐδὲν…μέτα»: «κανέν’…δεν έχει»)[39]. Τα σχήματα λόγου, η περίτεχνη σύνταξη της φραστικής δομής προωθούν το ποιητικό ύφος (σχήμα εξ αντιθέτου στ.28-29, «τὸ μὴ τάφῳ…ἄταφον»: «κανένας…να τ’ αφήσουν (όλοι)»)[40]. Η μετρική μορφή δεν αναβιώνει βέβαια, αλλά δεσπόζει η καλαισθησία στην λεκτική αντιστοιχία, η συγκινησιακή αρμονία μέσα από το οξύμωρο σχήμα (στ.38, «ὅσια πανουργήσασ’»: «για τ’ άγιο αυτό μου κρίμα»)[41].

Δεν είναι εφικτή στη μετάφραση η απόδοση της παρήχησης (του «τ» στ. 37-38, «οὕτως…κακή»:  «μα…τους ντροπιάζεις»), των ομοιόαρκτων (στ.41, «ξυμπονήσεις…ξυνεργάσῃ»: «θα ενεργήσης…συμπράξης.»)[42]˙ ωστόσο επιτυχώς καταγράφονται η παρήχηση του «δ» στο κυκλικό σχήμα (στ.13, «δυοῖν…δύο»: «οι δυο τούς δυο τούς αδερφούς μας») και ομοιοτέλευτα (στ.56, «μόρον κοινὸν»: «θάνατο κοινό»)[43]. Ενδεικτικό είναι το πολιτιστικό ισοδύναμο, μέσω της διατήρησης του ιαμβικού μέτρου (στ.74, «ἐπεὶ πλείων χρόνος»: «γιατ’ ειν’ ο χρόνος πιο πολύς») ή το χρονικό ισοδύναμο, με τη διαμόρφωση του ελεύθερου στίχου (στ.62, «γυναῖχ’…οὐ μαχουμένα»: «πως…άντρες»)[44]. Μολονότι δυσχερής η μουσικότητα, μέσω του ρυθμού και των διαδοχικών τόνων, διατηρείται το σχετλιαστικό επιφώνημα (στ.49, «οἲμοι»: «ωιμένα»), ισχύει η μεταφορικότητα με την έμμετρη ακολουθία των λέξεων (στ.29-30, «οἰωνοῖς γλυκὺν θησαυρὸν»: «γλυκό για τα όρνια θησαυρό»)[45]. Τα ονοματικά στοιχεία αναπλάθουν τη μορφή του πρωτότυπου μέσα από τα σχήματα λόγου, όπως το καθ’ όλον και μέρος (στ.21-22, «τὼ κασιγνήτω…τὸν μὲν…τὸν δ᾽»), την υπαλλαγή (στ. 29-30, «τὸν δ᾽ ἀθλίως…νέκυν…βορᾶς»: «μα…θροφή τους»)[46].

Η θεατρική μετάφραση του Γρυπάρη οπωσδήποτε απευθύνεται στη συνείδηση του σύγχρονου θεατή (στ.18, «αὐλείων»[47]: «της αυλής»), αντίθετα με το ανοίκειο ύφος της ΓΠ∙ χρησιμοποιείται λοιπόν ένας λόγος διαφορετικός πολιτισμικά, με κατάληξη το «λαϊκισμό ή τον παραπλανητικό ρομαντισμό» (στ.17, «μᾶλλον ἀτωμένη[48]»: «πιο συφοριασμένη[49]»)[50]. Σκηνοθετικά στοιχεία προκύπτουν από τη χρήση της δεικτικής αντωνυμίας στο υπερβατό σχήμα (στ.43, «ξὺν τῇδε κουφιεῖς χερί»: «το χέρι αυτό μου εδώ βοηθήσης»), από την ειρωνική διάθεση (στ.31, «τὸν ἀγαθὸν Κρέοντα»: «ο καλός μας Κρέοντας») ή το κλίμα της έντονης αντιπαράθεσης (στ.83, «μὴ…πότμον»: «ησύχασε…να εξασφαλίσης»)[51]. Στον αναλυτικό λόγο αναδεικνύεται η ανησυχία της Ισμήνης για την τύχη της αδερφή της (στ.83, «τὸν σὸν…πότμον»: «τη δικιά σου…να εξασφαλίσης»), η ολοένα αυξημένη ισχύς του βασιλιά, βάσει της κοινωνικής ιεραρχίας και ο απομονωτισμός της γυναίκας στον ασφυκτικό εσωτερικό χώρο (στ.63-64, «ἀλλ’…ἀλγίονα»: «κι…τούτα.»)[52]. Μολονότι άμεση η μεταφορά των μηνυμάτων, ενδεχομένως οδηγεί στη χρήση μηχανιστικών τύπων (στ. 1, «αὐτάδελφον»: «αυταδερφή»)[53]. Μέσω της φιλολογικής προσέγγισης του πρωτοτύπου, διατηρείται η ίδια σειρά των λέξεων, οι σημασίες, εν γένει το ύφος του πρωτοτύπου (στ.65, «τοὺς ὑπὸ χθονὸς»: «τους κάτω απ’ τη γη»). Μάλιστα προωθούνται στο δράμα παιδαγωγικοί στόχοι όσον αφορά την υιοθέτηση άγραφων πεποιθήσεων σχετικά με το ηθικό χρέος του ατόμου προς τους νεκρούς, την πίστη στην αξία της μετά θάνατον ύπαρξης (στ.73-77, «φίλη…ἔχε»: «μαζί του…των θεών»), την υστεροφημία (στ.95-97, «ἀλλ’…θανεῖν»: «μ’ άφις…τιμημένα»), ώστε δεσπόζει η ηθική εξύψωση του ανθρώπου στο δράμα[54].

Η δράση στο έργο ορίζεται με την αντικατάσταση του Παρακειμένου ή του Ενεστώτα με τον Αόριστο (στ. 3, «τελεῖ»:  «το ‘στειλε»-στ.6, «οὐκ ὄπωπ’»: «δεν είδα»). Το ουδέτερο του επιθέτου μεταφράζεται ως ουσιαστικό (στ.5, «αἰσχρὸν», «ἄτιμόν»: «ντροπή», «ατιμία»), το επίρρημα ως επίθετο (στ.18, «καλῶς»: «βέβαιη»), ο πληθυντικός ως ενικός (στ.33, «ταῦτα τοῖσι μὴ εἰδόσιν»: «για όσους δεν το ‘χουν μάθη»), το επίθετο ως εμπρόθετος προσδιορισμός (στ. 36, «δημόλευστον»: «απ’ του λάου τις πέτρες»). Μάλιστα στην απόδοσή του ο Γρυπάρης επιτυγχάνει την πιστότητα στις ιδέες (ιδεολογικό υπόβαθρο) και όχι στις λέξεις του αρχαίου δράματος, εφόσον διαφορετικά αφομοιώνει ο νεοέλληνας θεατής τη ΓΠ (στ.53, «ἔπειτα…ἔπος»: «έπειτα…γυναίκας του»)[55]. Βεβαίως παραλείπονται στοιχεία του πρωτοτύπου λόγου που καταλαβαίνει ο θεατής από διάφορα εξωγλωσσικά δεδομένα (ενδυμασία, κινήσεις, επιτονισμός).

Η μετάφραση Γρυπάρη αποτελεί και ερμηνεία˙ αποδίδεται πλήρες το νόημα της ΓΠ[56]. Λόγω της ασυμβατότητας μεταξύ των δημοσίων και των ιδιωτικών συμφερόντων, ο Κρέοντας, μέσω της διαταγής του, διατυπωμένης σε πλάγιο λόγο από την Αντιγόνη, προσδίδει προτεραιότητα στα συλλογικά αιτήματα στοχεύοντας στη επικυριαρχία του και την εκδικητικότητα (στ.34-36, «καὶ…ἐν πόλει»: «και…τον περιμένει.»-στ.10, «τῶν ἐχθρῶν»: «οι εχθροί μας»)[57]. Ο χαρακτηρισμός «στρατηγός» (στ.8) που σημαίνει «άρχοντας» και η παραπομπή στη νομιμοφροσύνη (στ.79, «βίᾳ πολιτῶν»: «ενάντια στην πόλη») αποτελούν αναχρονισμό ως πολιτικοί όροι του 5ου π.Χ. αιώνα[58].  Η Αντιγόνη επιδιώκει τη συνένωση με την οικογένειά της, τα μέλη της οποίας είναι στην πλειοψηφία τους νεκροί, με πείσμα οδεύει προς το θάνατο∙ υποτιμά τη δυναμική της ανθρώπινης, πρόσκαιρης, εξουσίας (στ.32, «τὸν ἀγαθὸν Κρέοντα», «λέγω γὰρ κἀμέ»: «ο καλός μας Κρέοντας», «ναι, λέω και για μένα»), παραγκωνίζοντας (σχήμα καθ’ όλον και μέρος) κάθε κοινωνικό ορθολογισμό (στ.95, «ἔα με καὶ τὴν ἐξ ἐμοῦ δυσβουλίαν»: «άφις κι εμέ και την ανεμυαλιά μου»)[59].

Στο λογοτέχνημα ανασύρεται η μνήμη του παρόντος, με τη δημοτική διατύπωση επισφραγίζεται η ψυχολογική ένταση της ηρωίδας (στ. 91, «οὐκοῦν…πεπαύσομαι»: «λοιπόν…θα πάψω»)[60]. Μέσω των συγκινησιακών διακυμάνσεων η Ισμήνη ερμηνεύει ως παράδοξη (στ. 89-90, «ἀλλ’…ἐρᾷς»: «φτάνει…τ’ αδύνατα») την εξοικείωση της Αντιγόνης με τη θανατική καταδίκη[61]. Ο υποκειμενικός χειρισμός των ιδεών, μέσω της λαϊκής φράσης και της συντακτικής απλοποίησης, σηματοδοτείται μεταφορικά στην παρατήρηση της Ισμήνης για την ταραχή της αδερφής της (στ.20, «δηλοῖς…ἒπος»: «δείχνεις…στο νου σου»)[62]. Το ασύνδετο σχήμα στην απλοποίηση της συντακτικής δομής στηρίζει τον παθιασμένο λόγο της Αντιγόνης για την απαγόρευση ταφής (στ. 23-30, «Ἐτεοκλέα… βορᾶς»: «τον Έτεοκλή… θροφή τους»)[63]. Στην ερμηνεία αλλάζει η μορφή του λόγου, αλλά παγιώνεται το βαθύτερο νόημα περί της κακοδαιμονίας των Λαβδακιδών μέσω των αντιθέσεων στα πλαίσια της αναδρομικής αφήγησης (στ.49-50, «πατὴρ …ἀπώλετο»: «πόσο…ο πατέρας μας»)[64].

Με την κατά λέξη προσέγγιση η ερμηνεία των συναισθημάτων της κεντρικής ηρωίδας βασίζεται στην αξιοποίηση γλωσσικών, γραμματικών σχολίων, φορέων του καθαρού νοήματος, και στη μεταφορά που συσχετίζει την επιτέλεση ακραίων πράξεων με την ευαισθησία (στ.88, «θερμὴν…ἔχεις»: «έχεις…ψυχρά.»)[65]. Σε λαϊκό ύφος, με αμεσότητα, αυθορμητισμό, η Ισμήνη δηλώνει το φόβο της για τον επικείμενο θάνατο της Αντιγόνης (στ.82, «οἴμοι…ὑπερδέδοικά σου»: «ω δυστυχία…για σένα»), την απελπισία της (σχήμα ἐκ παραλλήλου) με την προσθήκη του αντικειμένου του ρήματος (στ. 85, «ἀλλ᾽…ἐγώ»: «κοίτα…το ίδιο»)[66]. Στον ακατάπαυτο αυστηρό λόγο της η Αντιγόνη (χρησιμοποιείται κόμμα αντί άνω τελείας) κατακρίνει την έγνοια της αδερφής της (στ.83, «μὴ…πότμον»: «ησύχασε…να εξασφαλίσης»). Σε ελεύθερη μετάφραση οι συζεύξεις λέξεων με ηχητικό βάρος απεικονίζουν εξιδανικευμένα το θάνατο (στ.7, «καλόν…θανεῖν»: «γλυκός…ο θάνατος»), την ατρόμητη στάση  (στ. 8,«θεῖναι»: «διαλάλησε»)[67]. Προσδιορίζεται η επιβολή της εξουσίας του βασιλιά μαζικά με πλεοναστική διατύπωση (στ. 7, «πανδήμῳ πόλει»: «στη χώρα…τους πολίτες»)[68]. Οι προσφωνήσεις επίσης στηρίζουν τη βαθιά αδερφική αγάπη (στ. 39, «ὦ ταλαῖφρον: «ώ ταλαίπωρη»)[69].

Στις στιχομυθίες ο αφρόντιστος σχεδόν προφορικός λόγος ζωογονεί ισχυρά συναισθήματα και πεποιθήσεις, όπως η ταύτιση της Αντιγόνης με τους θεϊκούς νόμους (στ.89, «ἀλλ’…χρή»: «φτάνει …ν’ αρέσω») και οι τύψεις της Ισμήνης (στ.84-85, «ἀλλ’…τοὔργον»: «κοίτα…το πής»). Με τη μεταβολή της ενεργητικής σύνταξης σε παθητική τονίζεται η υπερηφάνεια, η μοναξιά της ηρωίδας (στ.69-70, «ἐμοῦ…μέτα»: «θα δεχόμουν…τη σύμπραξή σου»)∙ με τη μετατροπή της παθητικής σύνταξης σε ενεργητική προβάλλεται η έχθρα από την πλευρά της Αντιγόνης και του νεκρού Πολυνείκη προς την Ισμήνη (στ.93-94, «εἰ…δίκῃ»: «αν…με το δίκιο»)[70]. Κυριαρχεί η πίστη για την επιβεβλημένη υπηρεσία προς τους νεκρούς ως δείγμα καλής φήμης των ζώντων (σχήμα από κοινού) με την προσθήκη, την επαναφορά αντωνυμιών πρώτου και δεύτερου προσώπου (στ.46, «οὐ…ἁλώσομαι»: «γιατί…εγώ»)∙ δεσπόζει και το άγραφο τυπικό της κοινωνίας σχετικά με την αναγκαιότητα του στολισμού των νεκρών (στ.43, «κουφιεῖς»: «βοηθήσης να σηκώσωμε»)[71].

Στο χωρίο, όπου διαβεβαιώνει η Ισμήνη ότι δεν ανατρέπει (μετατροπία- σχήμα λιτότητας, «οὐκ ἄτιμα») το θεϊκό δίκαιο (στ.76-77), αποδεικνύεται η μεταφραστική μονάδα ως ακέραιη νοηματική ενότητα˙ στην καταγραφή της λογικής αντίληψης της Ισμήνης, απόρροια της εσωστρέφειας και της φυσικής ανημποριάς της (στ.92, «ἀρχὴν…τἀμήχανα»: «μα…κανείς»), διατηρείται το ύφος του πρωτοτύπου[72]. Η αμηχανία ωστόσο της Ισμήνης για το τι πρέπει να πραχθεί μπροστά σε μια κατάσταση συντελεσμένη (στ.39-40, «τί…πλέον»: «μ’…χέρι;») και η εξακολουθητική αναζήτηση των αληθινών προθέσεων της Αντιγόνης (στ.42, «ποῖ γνώμης ποτ’ εἶ;»: «που πάει ο νους σου;») σηματοδοτούν την έμφαση στο σημαινόμενο (sensus de sensu, vis)[73]. Εν τέλει αξιοποιείται, μάταια, από την Αντιγόνη η αριστοκρατική ηθική: η ευγενική καταγωγή, απότοκο της αυταπάρνησης, του ηρωισμού (στ. 37-38, «οὕτως…κακή»: «μα…τους ντροπιάζεις») ορίζεται, σε απλή γλώσσα, ως χρέος προς τη γενιά στην αξιόλογη αυτή μετάφραση του Γρυπάρη[74].

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Σοφοκλής. 2010. Αντιγόνη. Στο: Οι τραγωδίες του Σοφοκλέους. (μετάφρ. Γρυπάρης, Ι.Ν.). Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας

○ Σοφοκλής. 2005. Αντιγόνη. Στο: Σοφοκλής Αίας Αντιγόνη Ηλέκτρα Οιδίπους τύραννος Τραχίνιαι Φιλοκλήτης Οιδίπους επί Κολωνώ. (μετάφρ. more details…Μαυρόπουλος Θ.Γ.) 113-193. Θεσσαλονίκη: εκδόσεις Ζήτρος

○ Σοφοκλής. 1988. Αντιγόνη. Στο: Σοφοκλή Αντιγόνη Β΄ λυκείου. (μετάφρ. Πετρόπουλος, Κ. Ν. & Πατάκης, Σ.Α.). 1-478. Αθήνα : Εκδόσεις Πατάκη

○ Σοφοκλής. 1999. Αντιγόνη. Στο: Σοφοκλή Αντιγόνη Διδακτική Προσέγγιση Β΄ Τάξη Ενιαίου Λυκείου. (μετάφρ. Ευθυμιάδης, Ι.Ν.). 1-264. Αθήνα : Εκδόσεις Πατάκη

○ Σοφοκλής, Αντιγόνη. Sophoclis Fabulae (A.C. Pearson) Oxonii E Typographeo Clarendoniano. Αθήνα: Καρδαμίτσα, 1975

○ Σοφοκλής. 1999. Αντιγόνη. Στο: Σοφοκλέους τραγωδίαι Αντιγόνη Φιλοκτήτης. (μετάφρ. Δρακόπουλος Δ.- Νατσούλης Κ.-Ρώμας Χ.Γ.) 32-204. Αθήνα:ΟΕΔΒ[75]

○ Βαγενάς, Ν. 2004. Ποίηση και Μετάφραση. 2η έκδοση. Αθήνα: Στιγμή

○ Βαρμάζης, Ν. 2006. Ιστορική επισκόπηση της ενδογλωσσικής μετάφρασης. greek-language.gr.

< http://www.greek-language.gr/greekLang/ancient_greek/education/translation/handbook_interlingual/page_000.html> 

Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 12/2/2009

○ Βάρσος, Γ. 2011. «Η μεταφραστική γραφή ως ανάμνηση και το παράδειγμα των ομηρικών κειμένων». Σύγκριση. Αριθμός Τεύχους 22. σσ. 7-25

○ Γιατρομανωλάκης, Γ. 1980. «Αρχαία ελληνική τραγωδία: ορισμένα μεταφραστικά προβλήματα». Στο: Σόϊλε, Χ. (επιμ.), Πρωτότυπο & μετάφραση. Πρακτικά Συνεδρίου: Αθήνα 11-15/12/1978. Αθήνα: Ελληνική Ανθρωπιστική Εταιρεία, σσ. 99-113

○ Γκαστή, Ε. 2006. Οι πολλαπλές μεταφράσεις στο Ανθολόγιο Αρχαϊκής Λυρικής Ποίησης Β΄ Ενιαίου Λυκείου: Διδακτική πρόταση. Μίμνερμος απόσπ. Υπ’ αριθμ. 11 (D2,2W). Επιθεώρηση. Τεύχος 11. PDF. 63-67.

<http://www.pi-schools.gr/download/publications/epitheorisi/teyxos11/f7.pdf>

○ Δημητρούλια, Τ. 2012. «Διακειμενικότητα και μετάφραση: μεταφράζοντας αρχαιοελληνικούς μύθους από τα γαλλικά στα ελληνικά». Στο: Ζ. Ι. Σιαφλέκης και Ε.Λ. Σταυροπούλου (επιμ.) Τριαντάφυλλα και γιασεμιά. Τιμητικός τόμος για την Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού. Αθήνα: Gutenberg, 361-377

○ Καζάζης, Ι. Ν. 1999. «Παράδοση και νεωτερισμοί στην πρόσφατη μεταφραστική δοκιμή του Δ.Ν.Μαρωνίτη: Ιλιάδας 4, 422-544». Στο: Γ. Μ. Ιγνατιάδης (επιμέλ.), Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία Α΄ Τόμος. Θεσσαλονίκη: Φιλόλογος, 402-42

○ Κακριδής, Ι.Θ. 2000. Το μεταφραστικό πρόβλημα. Ε΄ έκδοση. Αθήνα: Βιβλιοπωλείο της Εστίας

○ Κουβίτσης, Β. 1994. Βασικές έννοιες, Θεωρία της μετάφρασης. Αθήνα: Ελληνικές Πανεπιστημιακές Εκδόσεις

○ Μαρωνίτης, Δ. 2001. «Γλώσσα και μετάφραση». Στο: Χρηστίδης, Α-Φ. (επιμ.), Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

○ Μπακούλα, Χ. (Νοέμβριος 2006). «Διλήμματα & Επιπλοκές στη Λογοτεχνική Μετάφραση».enl.auth.gr.

Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 25/12/2015. < http://www.enl.auth.gr/translation/PDF/Bakoula.pdf>

○ Μπίλλα, Π. 2007. Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας Α΄,Β΄,Γ΄ Γυμνασίου. Αθήνα: ΟΕΔΒ

○ Παρίσης, Ι. & Παρίσης, Ν. 2002. Λεξικό λογοτεχνικών όρων. Αθήνα: ΟΕΔΒ

○ Πόλκας, Λ. 2006. «Ιστορική επισκόπηση της μετάφρασης των κλασικών γλωσσών». greek-language.gr. Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης:12/2/2009 < http://www.greek-language.gr/greekLang/ancient_greek/education/translation/handbook_crosslingual/page_003.html>

○ Σεφέρης, Γ. 2000. Μεταγραφές. Αθήνα: Ίκαρος

○ Τριανταφυλλίδης, Μ. «Λεξικό της κοινής νεοελληνικής». greek-language.gr. Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης:11/3/2015 < http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/index.html >

(έκδοση:Τριανταφυλλίδης, Μ. 1998. Λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών ΑΠΘ)

○ Τσάφος, Β. 2006. Σοφοκλέους Αντιγόνη, στ.726-746 & 631-640: Η μετάφραση των ποιητικών κειμένων στο Λύκειο. greek-language.gr. Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 13/5/2010

< http://www.greek-language.gr/greekLang/ancient_greek/education/translation/support_practice/page_006.html>

○ Benjamin, W. 1999. “Το έργο του μεταφραστή”. Στο: Benjamin, W. Δοκίμια φιλοσοφίας της γλώσσας. (μετάφρ. Φ. Τερζάκης). Αθήνα: Νήσος, 59-167

○ Brock, S. 2001. «Η μετάφραση στην αρχαιότητα». Στο: Χρηστίδης, Α-Φ. (επιμ.), Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

○ Carter, D. 2012. “Antigone”.  Στο: Brills Companion to Sophocles. (edit. A. Markantonatos). Leiden Boston: Brill, 111- 128

○ Connolly, D. 1998. «Λογοτεχνική μετάφραση: σε τι χρησιμεύει η θεωρία;». Στο: Χρηστίδης, Α-Φ. (επιμ.), Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

○ Connolly, D. 1998. «Η μετάφραση της ποίησης. Προλεγόμενα μιας συζήτησης». Μεταποίηση: 6 (+1) μελέτες για τη μετάφραση της ποίησης, χ.χ. [1998] Αθήνα: Ύψιλον. 13-26

○ Jakobson, R. 2004. «On Linguistic Aspects of Translation». Στο: Venuti, (επιμ.), The Translation Studies Reader. London and New York: RoutledgeTaylor & Francis Group

○ Ladmiral, J.- R. 1991. «Η μετάφραση: των κλασικών κειμένων;». greek-language.gr.

Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 6/11/2008 < http://www.greek-language.gr/greekLang/ancient_greek/education/translation/proposal_studies/page_001.html>

○ Lesky, A. 1988. «V Η ακμή της ελληνικής πόλης Α. Αρχή και ακμή της κλασικής εποχής. 2 Σοφοκλής». Στο: Lesky A., Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας.(μετάφρ. Τσοπανάκης Α.Γ.) 400-404. Θεσσαλονίκη: εκδοτικός οίκος Αδελφών Κυριακίδη

○ Lesky, A. 1990. «Ε΄ Σοφοκλής, Τα σωζόμενα δράματα». Στο: Lesky A., Η τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων Α΄ ’Από τή γένεση τοῦ εἲδους ὣς καί τόν Σοφοκλή. (μετάφρ. Χουρμουζιάδης Ν.Χ.) 323-347. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης

○Liddell, H.- Scott, R. 1989. Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης. (μετάφρ. Μόσχος Ξ.) (επιμ. Κωνσταντινίδης Μ.). τόμ Ι,ΙΙ,ΙΙΙ,ΙV,V. Αθήνα: εκδοτικός οίκος «Ι. Σιδέρης»

○ Maronitis, D. 2008. “Intralingual Translation. Genuine and False Dilemmas”. Στο: Lianeri-Zajko (επιμ.), Translation and the Classic. Oxford: Oxford University Press. σσ.367-386

○ Montanari, F. «Μεταφράζοντας από τα ελληνικά στα ελληνικά». (μετάφρ. Κατερίνα Τικτοπούλου). greek-language.gr. Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 6/11/2008

< http://www.greek-language.gr/greekLang/ancient_greek/education/translation/proposal_studies/page_003.html>

○ Munday, J. 2002. Μεταφραστικές σπουδές θεωρίες και εφαρμογές. (μετάφρ. Φιλιππάτος, Α.) Αθήνα: Μεταίχμιο

Scleiermacher, F. «Μεταφραστικές μέθοδοι». greek-language.gr. Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 06/11/ 2008. < http://www.greek-language.gr/greekLang/ancient_greek/education/translation/proposal_studies/page_004.html >

Snell- Horbny. «Οι μεταφραστικές σπουδές ως ανεξάρτητος επιστημονικός κλάδος». greek-language.gr.

Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 6/11/ 2008 < http://www.greek-language.gr/greekLang/ancient_greek/education/translation/proposal_studies/page_005.html >

* * *

                                      [κείμενο-απόσπασμα]

 

Σοφοκλέους, Αντιγόνη (στίχοι 1-99)

 

 

 

 

ΑΝ. Ὦ κοινὸν αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα, ἆρ’ οἶσθ’ ὅ τι Ζεὺς τῶν ἀπ’ Οἰδίπου κακῶν ὁποῖον οὐχὶ νῷν ἔτι ζώσαιν τελεῖ; Οὐδὲν γὰρ οὔτ’ ἀλγεινὸν οὔτ’ ἄτης ἄτερ (5) οὔτ’ αἰσχρὸν οὔτ’ ἄτιμόν ἐσθ’, ὁποῖον οὐ τῶν σῶν τε κἀμῶν οὐκ ὄπωπ’ ἐγὼ κακῶν. Καὶ νῦν τί τοῦτ’ αὖ φασι πανδήμῳ πόλει κήρυγμα θεῖναι τὸν στρατηγὸν ἀρτίως; Ἔχεις τι κεἰσήκουσας; ἤ σε λανθάνει (10) πρὸς τοὺς φίλους στείχοντα τῶν ἐχθρῶν κακά;

ΙΣ. Ἐμοὶ μὲν οὐδεὶς μῦθος, Ἀντιγόνη, φίλων οὔθ’ ἡδὺς οὔτ’ ἀλγεινὸς ἵκετ’ ἐξ ὅτου δυοῖν ἀδελφοῖν ἐστερήθημεν δύο, μιᾷ θανόντων ἡμέρᾳ διπλῇ χερί· (15) ἐπεὶ δὲ φροῦδός ἐστιν Ἀργείων στρατὸς ἐν νυκτὶ τῇ νῦν, οὐδὲν οἶδ’ ὑπέρτερον, οὔτ’ εὐτυχοῦσα μᾶλλον οὔτ’ ἀτωμένη.

ΑΝ. Ἤιδη καλῶς, καί σ’ ἐκτὸς αὐλείων πυλῶν τοῦδ’ οὕνεκ’ ἐξέπεμπον, ὡς μόνη κλύοις.

(20) ΙΣ. Τί δ’ ἔστι; δηλοῖς γάρ τι καλχαίνουσ’ ἒπος.

 

 

Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης. χ.χ. Οι τραγωδίες του Σοφοκλέους. I, Αντιγόνη, Ηλέκτρα, Αίας, Τραχίνιαι. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας[76].

 

ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ω αγαπημένη αυταδερφή μου Ισμήνη, ξέρεις ποιο τάχ’ απ’ τα κακά, που ο Οιδίπους μας άφησε κληρονομιά, να μένη που ο Δίας να μην το ‘στειλε στις δυο μας που είμαστε ακόμα στη ζωή; Γιατί κανένα πόνο και καμιά κατάρα, καμιά ντροπή κι ούτε καμιά ατιμία δεν είδα εγώ να λείψη απ’ τις δικές σου κι απ’ τις δικές μου συφορές. Και τώρα τί ‘ναι αυτή πάλι η προσταγή, που λένε πως ότι και διαλάλησε στη χώρα και σ’ όλους τους πολίτες ο άρχοντάς μας; Ξέρεις κι άκουσες τίποτα; ή δεν έχεις είδηση πάρη πως κακό ετοιμάζουν για τους αγαπημένους μας οι εχθροί μας;

ΙΣΜΗΝΗ Για μένα κανείς λόγος, Αντιγόνη, μήτε καλός μήτε κακός δεν ήρθε για φίλους μας, απ’ όταν σε μια μέρα χάσαμε οι δυο τούς δυο τούς αδερφούς μας, που πέσανε απ’ το χέρι ο ένας του άλλου· κι αφού του Άργους σκορπίστηκε και πάει τη νύχτ’ αυτή ο στρατός, εγώ, δεν ξέρω τίποτα παραπάνω, είτε αν πως είμαι πιο ευτυχισμένη, ή πιο συφοριασμένη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ήμουνα βέβαιη και γι’ αυτό ίσα ίσα σ’ έφερα εδώ έξω απ’ της αυλής τις πύλες για να τ’ ακούσης μόνη.

ΙΣΜΗΝΗ Μα τι τρέχει; Δείχνεις πως κάτι βράζει μες στο νου σου.

 

 ΑΝ. Οὐ γὰρ τάφου νῷν τὼ κασιγνήτω Κρέων τὸν μὲν προτίσας, τὸν δ’ ἀτιμάσας ἔχει; Ἐτεοκλέα μέν, ὡς λέγουσι, σὺν δίκῃ χρησθεὶς δικαίᾳ καὶ νόμῳ, κατὰ χθονὸς (25) ἔκρυψε τοῖς ἔνερθεν ἔντιμον νεκροῖς, τὸν δ’ ἀθλίως θανόντα Πολυνείκους νέκυν ἀστοῖσί φασιν ἐκκεκηρῦχθαι τὸ μὴ τάφῳ καλύψαι μηδὲ κωκῦσαί τινα, ἐᾶν δ’ ἄκλαυτον, ἄταφον, οἰωνοῖς γλυκὺν (30) θησαυρὸν εἰσορῶσι πρὸς χάριν βορᾶς. Τοιαῦτά φασι τὸν ἀγαθὸν Κρέοντα σοὶ κἀμοί, λέγω γὰρ κἀμέ, κηρύξαντ’ ἔχειν, καὶ δεῦρο νεῖσθαι ταῦτα τοῖσι μὴ εἰδόσιν σαφῆ προκηρύξοντα, καὶ τὸ πρᾶγμ’ ἄγειν (35) οὐχ ὡς παρ’ οὐδέν, ἀλλ’ ὃς ἂν τούτων τι δρᾷ, φόνον προκεῖσθαι δημόλευστον ἐν πόλει. Οὕτως ἔχει σοι ταῦτα, καὶ δείξεις τάχα εἴτ’ εὐγενὴς πέφυκας, εἴτ’ ἐσθλῶν κακή.

ΙΣ. Τί δ’, ὦ ταλαῖφρον, εἰ τάδ’ ἐν τούτοις, ἐγὼ (40) λύουσ’ ἂν εἴθ’ ἅπτουσα προσθείμην πλέον;

ΑΝ. Εἰ ξυμπονήσεις καὶ ξυνεργάσῃ σκόπει.

ΙΣ. Ποῖόν τι κινδύνευμα; ποῖ γνώμης ποτ’ εἶ;

ΑΝ. Εἰ τὸν νεκρὸν ξὺν τῇδε κουφιεῖς χερί.

ΙΣ. Ἦ γὰρ νοεῖς θάπτειν σφ’, ἀπόρρητον πόλει;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ Και μη δεν έχει ο Κρέοντας τον ένα τον αδερφό μας με ταφή τιμήση, ενώ άταφο καταφρονά τον άλλο; Τον Έτεοκλή, όπως λεν, και με το δίκιο, πρόσταξε να τον θάψουν, για να πάη με τιμή στους νεκρούς του Κάτω κόσμου· μα το άθλιο το κορμί του Πολυνείκη στους πολίτες διαλάλησε, κανένας στη γης να μη το κρύψη ούτε το κλάψη, μα αθρήνητο και άταφο να τ’ αφήσουν, γλυκό για τα όρνια θησαυρό, που γύρω καρτερούν λιμασμένα για θροφή τους. Τέτοια ο καλός μας Κρέοντας για σένα και για μένα ―ναι, λέω και για μένα― διαλάλησε· και θά ‘ρθη, λέγουν, τώρα ξάστερα εδώ στη μέση να κηρύξη για όσους δεν το ‘χουν μάθη· και το πράμα το παίρνει όχι έτσι αψήφιστα, μα αν κάποιος τολμήση κάτι τέτοιο, θάνατος απ’ του λάου τις πέτρες μες στην πόλη τον περιμένει. Έτσι λοιπόν αυτά ειναι. Μα τώρα εσύ θα δείξης, αν εισ’ άξιο της γενιάς σου βλαστάρι, ή αν ενώ εισαι από τέτοιους προγόνους, τους ντροπιάζεις.

ΙΣΜΗΝΗ Μ’ αν έτσι είναι, ώ ταλαίπωρη, το πράμα, τί παραπάνω εγώ θενά προστέσω αν βάλω ή αν δε βάλω χέρι;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ Σκέψου μαζί μου αν θα ενεργήσης και συμπράξης.

ΙΣΜΗΝΗ Σε ποιο κίνδυνο λες; που πάει ο νους σου;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ Αν το χέρι αυτό μου εδώ βοηθήσης το νεκρό να σηκώσωμε.

ΙΣΜΗΝΗ Μα αλήθεια να θάψης σκέφθηκες αυτόν που η πόλη απαγορεύει;

 

(45) ΑΝ. Τὸν γοῦν ἐμὸν καὶ τὸν σόν, ἢν σὺ μὴ θέλῃς, ἀδελφόν· οὐ γὰρ δὴ προδοῦσ’ ἁλώσομαι.

ΙΣ. Ὦ σχετλία, Κρέοντος ἀντειρηκότος;

ΑΝ. Ἀλλ’ οὐδὲν αὐτῷ τῶν ἐμῶν μ’ εἴργειν μέτα.

ΙΣ. Οἴμοι· φρόνησον, ὦ κασιγνήτη, πατὴρ (50) ὡς νῷν ἀπεχθὴς δυσκλεής τ’ ἀπώλετο, πρὸς αὐτοφώρων ἀμπλακημάτων διπλᾶς ὄψεις ἀράξας αὐτὸς αὐτουργῷ χερί· ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνή, διπλοῦν ἔπος, πλεκταῖσιν ἀρτάναισι λωβᾶται βίον· (55) τρίτον δ’ ἀδελφὼ δύο μίαν καθ’ ἡμέραν αὐτοκτονοῦντε τὼ ταλαιπώρω μόρον κοινὸν κατειργάσαντ’ ἐπαλλήλοιν χεροῖν. Νῦν δ’ αὖ μόνα δὴ νὼ λελειμμένα σκόπει ὅσῳ κάκιστ’ ὀλούμεθ’, εἰ νόμου βίᾳ (60) ψῆφον τυράννων ἢ κράτη παρέξιμεν. Ἀλλ’ ἐννοεῖν χρὴ τοῦτο μὲν γυναῖχ’ ὅτι ἔφυμεν, ὡς πρὸς ἄνδρας οὐ μαχουμένα· ἔπειτα δ’ οὕνεκ’ ἀρχόμεσθ’ ἐκ κρεισσόνων καὶ ταῦτ’ ἀκούειν κἄτι τῶνδ’ ἀλγίονα. (65) Ἐγὼ μὲν οὖν αἰτοῦσα τοὺς ὑπὸ χθονὸς ξύγγνοιαν ἴσχειν, ὡς βιάζομαι τάδε, τοῖς ἐν τέλει βεβῶσι πείσομαι· τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα.

 

ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ναι, τον αδερφό μου και τον δικό σου, αν εσύ δε θέλης· γιατί κανένας δε θα πή για μένα πως τον πρόδωσα εγώ.

ΙΣΜΗΝΗ Δυστυχισμένη, μ’ όλο που το’ χει ο Κρέοντας εμποδίση;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ Κανέν’ αυτός δικαίωμα δεν έχει να με χωρίση απ’ τους δικούς μου.

ΙΣΜΗΝΗ Ωιμένα, σκέψου, αδερφή μου, πόσο μισημένος και γιομάτος ντροπές μάς χάθηκε ο πατέρας μας, αφού απ’ τις ανομίες του που ήρθαν στο φως, ξερίζωσε μονάχος με το ίδιο του το χέρι τις δυο του όψες. Έπειτα εκείνη, που ‘χε το διπλό τ’ όνομα μάννας και γυναίκας του, με θηλειά στο λαιμό πήε ντροπιασμένη· τέλος οι δυο αδερφοί μας σε μια μέρα σκοτώθηκαν οι δόλιοι μεταξύ τους δίνοντας θάνατο κοινό με χέρια επάνω επανωτά ο ένας στον άλλο. Και τώρα οι δυο μας πόχουμε απομείνη σκέψου τι τέλος πιο κακό θα βρούμε, αν το νόμο αψηφώντας πάμε ενάντια σ’ ό,τι έχει αποφασίση η εξουσία. Κι απ’ τ’ άλλο, να ξεχνάς αυτό δεν πρέπει, πρώτα, πως γεννηθήκαμε γυναίκες να μην μπορή να τα βάζουμε με άντρες· έπειτα, πως αυτοί που εξουσιάζουν πιο δύναμη έχουν από μας, κι ανάγκη να τους ακούμε και σ’ αυτά και σ’ άλλα πιο σκληρότερ’ ακόμα και από τούτα. Εγώ λοιπόν αφού παρακαλέσω τους κάτω απ’ τη γη να συχωρήσουν, αν υποτάσσωμαι έτσι στην ανάγκη, θα υπακούσω σ’ αυτούς που εξουσιάζουν, γιατί να θέλης ό,τι ξεπερνά τη δύναμη σου, καθαρή ‘ναι τρέλλα.

ΑΝ. Οὔτ’ ἂν κελεύσαιμ’ οὔτ’ ἄν, εἰ θέλοις ἔτι (70) πράσσειν, ἐμοῦ γ’ ἂν ἡδέως δρῴης μέτα. Ἀλλ’ ἴσθ’ ὁποῖά σοι δοκεῖ, κεῖνον δ’ ἐγὼ θάψω· καλόν μοι τοῦτο ποιούσῃ θανεῖν. Φίλη μετ’ αὐτοῦ κείσομαι, φίλου μέτα, ὅσια πανουργήσασ’· ἐπεὶ πλείων χρόνος (75) ὃν δεῖ μ’ ἀρέσκειν τοῖς κάτω τῶν ἐνθάδε. Ἐκεῖ γὰρ αἰεὶ κείσομαι· σοὶ δ’ εἰ δοκεῖ, τὰ τῶν θεῶν ἔντιμ’ ἀτιμάσασ’ ἔχε.

ΙΣ. Ἐγὼ μὲν οὐκ ἄτιμα ποιοῦμαι, τὸ δὲ βίᾳ πολιτῶν δρᾶν ἔφυν ἀμήχανος.

(80) ΑΝ. Σὺ μὲν τάδ’ ἂν προὔχοι·, ἐγὼ δὲ δὴ τάφον χώσουσ’ ἀδελφῷ φιλτάτῳ πορεύσομαι.

ΙΣ. Οἴμοι ταλαίνης ὡς ὑπερδέδοικά σου.

ΑΝ. Μὴ ’μοῦ προτάρβει· τὸν σὸν ἐξόρθου πότμον.

ΙΣ. Ἀλλ’ οὖν προμηνύσῃς γε τοῦτο μηδενὶ (85) τοὔργον, κρυφῇ δὲ κεῦθε, σὺν δ’ αὔτως ἐγώ.

ΑΝ. Οἴμοι, καταύδα· πολλὸν ἐχθίων ἔσῃ σιγῶσ’, ἐὰν μὴ πᾶσι κηρύξῃς τάδε.

ΙΣ. Θερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχεις.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ούτε θα σε παρακαλούσα, μα ούτε κι αν το’ θελες ακόμα θα δεχόμουν μ’ ευχαρίστηση εγώ τη σύμπραξή σου· μείνε με τις ιδέες σου εσύ, μα εκείνον θα θάψω εγώ· γλυκός για μένα θα ‘ναι, σαν θα το κάμω, ο θάνατος· μαζί του, σ’ αγαπημένον πλάι αγαπημένη θα κοίτωμαι, για τ’ άγιο αυτό μου κρίμα· γιατ’ ειν’ ο χρόνος πιο πολύς που πρέπει στους κάτω πάρα στους εδώ ν’ αρέσω, αφού με κείνους θα ‘μαι αιώνια· εσύ μπορείς, αν θέλης, να περιφρονής τα τίμια των θεών.

ΙΣΜΗΝΗ Εγώ καθόλου δεν τα περιφρονώ, μα και δε βλέπω, πώς ενάντια μπορώ να πάω στην πόλη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ Φέρν’ εσύ αυτές τις πρόφασες, μα εγώ να σκάψω τάφο του ακριβού αδερφού μου πηγαίνω.

ΙΣΜΗΝΗ Ω δυστυχία, τι φόβο πόχω για σένα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ησύχασε και μη φοβάσαι για μένα, τη δικιά σου να φροντίσης ζωή να εξασφαλίσης.

ΙΣΜΗΝΗ Κοίτα καν μην πας κι αλλού το πής, μα κράτα κρυφό το σχέδιό σου, και ‘γώ το ίδιο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ Σκοτιά μου! πρόδωσέ το· πιο θα μού εισαι εχθρή αν σωπάσης, παρ’ αν το κηρύξης σ’ όλον τον κόσμο.

ΙΣΜΗΝΗ Έχεις καρδιά θερμή για πράματα ψυχρά.

ΑΝ. Ἀλλ’ οἶδ’ ἀρέσκουσ’ οἷς μάλισθ’ ἁδεῖν με χρή.

(90) ΙΣ. Εἰ καὶ δυνήσῃ γ’· ἀλλ’ ἀμηχάνων ἐρᾷς.

ΑΝ. Οὐκοῦν, ὅταν δὴ μὴ σθένω, πεπαύσομαι.

ΙΣ. Ἀρχὴν δὲ θηρᾶν οὐ πρέπει τἀμήχανα.

ΑΝ. Εἰ ταῦτα λέξεις, ἐχθαρῇ μὲν ἐξ ἐμοῦ, ἐχθρὰ δὲ τῷ θανόντι προσκείσῃ δίκῃ. (95) Ἀλλ’ ἔα με καὶ τὴν ἐξ ἐμοῦ δυσβουλίαν παθεῖν τὸ δεινὸν τοῦτο· πείσομαι γὰρ οὐ τοσοῦτον οὐδὲν ὥστε μὴ οὐ καλῶς θανεῖν.

ΙΣ. Ἀλλ’ εἰ δοκεῖ σοι, στεῖχε· τοῦτο δ’ ἴσθ’, ὅτι ἄνους μὲν ἔρχῃ, τοῖς φίλοις δ’ ὀρθῶς φίλη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ Φτάνει που ξέρω πώς σε κείνους που πρέπει θε ν’ αρέσω.

ΙΣΜΗΝΗ Ανίσως και πετύχης· μα ζητάς τ’ αδύνατα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ Λοιπόν μόνο αν δε θα’ χω δύναμη πια, τότε κι εγώ θα πάψω.

ΙΣΜΗΝΗ Μα κι απαρχής να κυνηγά δεν πρέπει τ’ αδύνατα κανείς.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ Αν μιλάς έτσι, και το μίσος θε να’ χης το δικό μου και μισημένη απ’ τον νεκρό θενά εισαι πλάι του, σαν πεθάνης, με το δίκιο. Μ’ άφις κι εμέ και την ανεμυαλιά μου το κακό αυτό να πάθωμε· γιατί, όχι, δεν έχω τέτοιο τίποτα να πάθω που εγώ να μην πεθάνω τιμημένα.

ΙΣΜΗΝΗ Αφού έτσι κρίνεις, πήγαινε· μα ξέρε πως δίχως νου πηγαίνεις, όμως βέβαια μ’ αγάπη αληθινή στους φίλους φίλη.

 

[1] Scleiermacher (ΠΥΛΗ.pdf), σ. 3

[2] Scleiermacher,ό.π., σ. 4

[3] Scleiermacher,ό.π., σ. 6

[4] Scleiermacher,ό.π., σ. 6

[5] Scleiermacher,ό.π., σ. 7

[6] Scleiermacher, ό.π., σσ. 11-12

[7] Πόλκας (2006) (ΠΥΛΗ.pdf), σ. 7

[8] Munday (2002), σ. 73

[9] Liddell, H.- Scott, R. (1989), (τόμ.I) σ. 440 («ὁ ἀνήκων εἰς αὐτόν τόν ἀδελφόν»)

[10] «αδελφός από τους ίδιους γονείς» (http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%AC%CE%B4%CE%B5%CE%BB%CF%86%CE%BF%CF%82&dq=)

[11] Ladmiral (1991) (ΠΥΛΗ.pdf), σ. 7

[12] Λεξικό λογοτεχνικών όρων (2002), σσ.146-148

[13] Munday, ό.π., σ. 74

[14] Munday, ό.π., σ.76

[15] Munday, ό.π., σσ.78-79 και Snell- Horbny, ό.π., σσ. 9-10

[16] Munday, ό.π.,σ. 102

[17] Munday, ό.π., σ. 103

[18] Μπίλλα (2007),σσ. 13-15,63

[19] Munday, ό.π., σ. 104

[20] Munday, ό.π., σ. 103

[21] γλώσσα πηγή/γλώσσα στόχος

[22] Munday, ό.π., σ. 105

[23] Munday, ό.π., σ. 101

[24] Κακριδής (2000), σσ. 82-88 και Μπίλλα, ό.π. ,σσ. 82-96, 23,102

[25] Μπίλλα, ό.π., σσ. 26-36

[26] Κακριδής, ό.π., σσ. 30-73 και Μπίλλα, ό.π.,σσ. 62, 123-128

[27] Κακριδής, ό.π., σ.87

[28] Κακριδής, ό.π., σσ.78-82

[29] Κακριδής, ό.π., σσ. 101-102, 113

[30] Κακριδής, ό.π., σσ. 101-102 και Μπίλλα, ό.π.,σσ. 82-96, 165-171

[31] Κακριδής, ό.π., σ.92

[32] Κακριδής, ό.π., σσ. 122-124

[33] Munday, ό.π., σ.77 και Λεξικό λογοτεχνικών όρων, ό.π., σσ. 109-110

[34] Μαρωνίτης (2001), σ.975

[35] Βαρμάζης (2006) (ΠΥΛΗ.pdf), σ. 1 

[36] Γιατρομανωλάκης (1980), σ.111 και Σεφέρης (2000),σ.236

[37] Liddell, H.- Scott, R. (τόμ.ΙΙΙ), ό.π., σ. 599-600 (κάρᾱ: τό ποιητ. το κεφάλι)

[38] Jakobson (2004), σσ. 117-118

[39] Κουτσιβίτης (1994),σσ. 25-48 και Λεξικό λογοτεχνικών όρων, ό.π., σσ. 61-63

[40] Μπίλλα ό.π., σσ. 179-184

[41] Βαγενάς (2004) σσ.22-23 και Μπίλλα, ό.π.,σ.183

[42] Μπίλλα ό.π., σ. 181

[43] Γιατρομανωλάκης ό.,π., σσ.56-61 και Μπίλλα ό.π., σσ. 181

[44] Connolly (1998), σσ. 13-26 και Λεξικό λογοτεχνικών όρων, ό.π., σσ. 61-63, 110-112 και Μπίλλα ό.π., σ.181

[45] Παρίσης-Παρίσης (2002), σσ. 110-112 και Scleiermacher, ό.π., σ. 10 και Μπίλλα (2007), σσ. 179-184

[46] Καζάζης (1999), σσ. 407-408 και Μπίλλα ό.π., σ. 180

[47] Liddell, H.- Scott, R. ό.π., σ. 437 (αὔλειος: αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην αὐλήν) 

[48] Liddell, H.- Scott, R. ό.π., σ. 424 (ἀτάομαι: υποφέρω φοβερά, βρίσκομαι σε μεγάλη στενοχώρια)

[49] «που η εξωτερική του εμφάνιση είναι άθλια και δείχνει άνθρωπο δυστυχισμένο. » (http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%AC%CE%B4%CE%B5%CE%BB%CF%86%CE%BF%CF%82&dq=)

[50] Γιατρομανωλάκης ό.,π., σσ.112-113

[51] Τσάφος (2006) (ΠΥΛΗ.pdf), σσ. 4-5 και Λεξικό λογοτεχνικών όρων, ό.π., σσ. 57-58 και Μπίλλα, ό.π. ,σ.182

[52] Carter (2012), σσ. 115,120

[53] Connolly,ό.π., σσ. 16-17

[54] Maronitis (2008), σσ. 378-379 και Λεξικό λογοτεχνικών όρων, ό.π., σ. 53

[55] Γκαστή (2006), σ.65

[56] Λεξικό λογοτεχνικών όρων, ό.π., σσ. 69-72

[57] Carter,ό.π., σσ. 116-117 και Λεξικό λογοτεχνικών όρων, ό.π., σσ.59-61

[58] Σοφοκλής (2005), σ. 167 και Σοφοκλής (1988), ό.π., σσ.57,69

[59] Carter,ό.π., σσ. 119-120 και Μπίλλα ό.π., σ.180

[60] Βάρσος  (2011), σσ. 13, 16

[61] Snell- Horbny, ό.π., σσ. 13-14

[62] Δημητρούλια (2012), σσ. 65-366 και Μπίλλα ό.π., σ. 182

[63] Κακριδής, ό.π., σσ. 101-102, 113 και Μπίλλα ό.π., σ. 181

[64] Μπακούλα (2006), σσ.49-50 και Λεξικό λογοτεχνικών όρων, ό.π., σσ.28-33,69-72

[65] Montanari (1991) (ΠΥΛΗ.pdf), σ.3 και Μπίλλα ό.π., σ. 182 και Λεξικό λογοτεχνικών όρων, ό.π., σσ. 69-72

[66] Μπίλλα ό.π., σ.184

[67] Λεξικό λογοτεχνικών όρων, ό.π., σσ.61-63

[68] Μπίλλα ό.π., σ.184

[69] Σοφοκλής (1999) σ. 143

[70] Μπίλλα, ό.π. ,σ.63

[71] Μπίλλα ό.π., σ.183

[72] Brock (2001), σσ. 654-655 και Σοφοκλής (1988), σ.57 και Μπίλλα ό.π., σ.182

[73] Brock (2001), σσ. 654-655 και Σοφοκλής (1999),ό.π. σ. 81

[74] Σοφοκλής (1999), σσ. 66-67

[75] Οργανισμός Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων

[76] Παρόλο που η μετάφραση γράφτηκε το 1940, εξακολουθεί να παίζεται ακόμη και σήμερα. Στη διάρκεια του 20ου αι. έχει παρασταθεί αρκετές φορές από το 1940 μέχρι τα τέλη του αιώνα, αρκετές από τις οποίες από το Εθνικό Θέατρο

Ελευθερία Μπέλμπα*
Φιλόλογος

Ακολουθήστε την επίσημη σελίδα μας στο facebook schooltime για να βλέπετε τις σημαντικότερες ειδήσεις στη ροή του schooltime.gr

Ακολουθήστε μας στο facebook