Στα όρια των νομών Αιτωλοακαρνανίας και Ευρυτανίας, βρίσκεται η τεχνητή λίμνη των Κρεμαστών που δημιουργήθηκε το 1965 με την κατασκευή του Φράγματος και που με τα νερά της λίμνης, λειτουργεί από το 1966 ο Υδροηλεκτρικός Σταθμός Κρεμαστών της ΔΕΗ.Zoom

Z

Ανάμεσα στα χωριά τα οποία καλύφθηκαν από τα νερά του Αχελώου το 1965, ήταν και το χωριό Επισκοπή Ευρυτανίας το οποίο ήταν κτισμένο δίπλα στον παραπόταμο του Αχελώου, Μέγδοβα.

Η Επισκοπή, ήταν γνωστή στην ευρύτερη περιοχή τόσο όσο για ένα όμορφο χωριό της Ευρυτανίας, αλλά κυρίως διότι είχε έναν φημισμένο παλαιό Βυζαντινό Ναό, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου.
Ο μοναδικός για το είδος και τον εικονιστικό του διάκοσμο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου στην Επισκοπή Ευρυτανίας (πιθανότατα καθολικό μονής και έδρα Επισκοπής στα κατοπινά χρόνια) χτίστηκε στην δεξιά όχθη του Μέγδοβα στις πρώτες δεκαετίες του 9ου αιώνα (830 – 850) στο τέλος της Εικονομαχίας πιθανόν επί βασιλείας του αυτοκράτορα Θεόφιλου.
Ο Αρχαιολόγος Παύλος Λαζαρίδης (Διευθυντής του Βυζαντινού Μουσείου το 1980) έγραφε γι’ αυτόν:

Ο ναός της Επισκοπής Ευρυτανίας ήταν από τα σημαντικότερα Βυζαντινά μνημεία της Ελλάδος. Κτισμένος στη δεξιά όχθη του Μέγδοβα, παραποτάμου του Αχελώου, ανάμεσα σε έναν απέραντο ελαιώνα, ξάφνιαζε τον περαστικό με την σιλουέτα και το μέγεθός του.

Αλλά και ο Ακαδημαϊκός Μανόλης Χατζηδάκης παρατηρούσε:

Το κτήριο υψωνόταν στην όχθη του ποταμού στερεό και επιβλητικό έργο σεμνού αρχαϊκού κάλλους.

Ήδη όμως παλαιότερα ο Καθηγητής και Ακαδημαϊκός Αναστάσιος Ορλάνδος τον είχε συμπεριλάβει κι εκείνος ανάμεσα στα σημαντικότερα Βυζαντινά μνημεία της Πατρίδος μας.
Ακόμα, σε συνεδρίαση του (Κεντρικού) Αρχαιολογικού Συμβουλίου το 1965, μετά τις αρχαιολογικές έρευνες πού έγιναν στο Ναό λίγο πριν βυθισθεί στα νερά της λίμνης των Κρεμαστών, η «Επισκοπή» (όπως ονομαζόταν ο Ναός) αναγνωρίσθηκε πάλι ως ένα από τα σημαντικότερα Βυζαντινά μνημεία της Ελλάδος.
Στον 20ό αιώνα ο Βυζαντινός ναός επρόκειτο να περάσει μια μεγάλη περιπέτεια.
Θεωρείται πλέον βέβαιο ότι ο Βυζαντινός Ναός της Επισκοπής, υπήρξε έδρα Επισκοπής, το πιο πιθανό της «Λιτζάς και Αγράφων», γεγονός που μαρτυρεί και το όνομα του Ναού «Επισκοπή».
Δεν γνωρίζουμε ακριβώς πότε δημιουργήθηκε η Επισκοπή Λιτζάς και Αγράφων.
Είναι όμως σίγουρο ότι υπήρχε Επισκοπή στο χώρο της σημερινής Ευρυτανίας με αυτόν τον τίτλο, κατά την Βυζαντινή εποχή και αργότερα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.

Ο Βυζαντινός Ναός της Παναγίας της Επισκοπής, ήταν εκτός από έδρα Επισκόπου και Καθολικό Ιερής Μονής.
Αυτό μαρτυρείται από προφορική παράδοση του χωριού αλλά και ομολογείται επίσημα από τούς κατοίκους της Επισκοπής σε έγγραφό τους το 1926: «…και ως η παράδοσις αναφέρει υπήρξε κατά τους χρόνους της δουλείας μητρόπολις της Επισκοπής Λιτσάς και Αγράφων, μετατραπείς μετά ταύτα εις Μονήν ως ενδείκνυται εκ των κελίων, άτινα πολλοί εξ ημών των κάτωθι υπογεγραμμένων γέροντες ήδη τα ενθυμούμεθα, ήδη δε μη υφιστάμενα λόγω της παρελεύσεως του χρόνου...».

Για Ιερά Μονή γίνεται λόγος και σε επίσημα κρατικά έγγραφα του 20ου αιώνα, όπως π.χ.: Ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Αναστηλώσεως Αναστάσιος Ορλάνδος σε έγγραφο του 1958 λέει: «…δια την αποπεράτωσιν των έργων εν τη βυζαντινή Μονή «Κοιμήσεως της Θεοτόκου» Επισκοπής Ευρυτανίας…».

Ο Βυζαντινός Ναός της Επισκοπής λοιπόν θα πρέπει να κτίσθηκε στα χρόνια της Εικονομαχίας ή λίγο πριν από αυτήν και αυτό φαίνεται από το πρώτο και αρχαιότερο στρώμα ζωγραφικής πού έχει ανεικονικό χαρακτήρα, με εξαίρεση μόνο μια παράσταση με την Σταύρωση του Χριστού.

Οι γνώμες των ειδικών όμως ποικίλουν.
Ο Αναστάσιος Ορλάνδος χρονολογεί τον ναό στον 10ο αιώνα, ο Μ. Χατζηδάκης στον 9ο, ο Π. Βοκοτόπουλος στο 2ο μισό του 8ου και ο Παύλος Λαζαρίδης στον 8ο και μάλλον πριν την Εικονομαχία λόγω της τοιχογραφίας της Σταυρώσεως. Ο Καθηγητής του Ε. Μ. Π κ. Χαράλαμπος Μπούρας, θεωρεί ότι υπάρχει «χρονολογικό πρόβλημα» με την Επισκοπή Ευρυτανίας, αλλά φαίνεται να δέχεται ότι πρέπει να κτίσθηκε την Εικονομαχική περίοδο.
Μετά από 30 ολόκληρα χρόνια αφού το 1951 χαρακτηρίσθηκε Διατηρητέο Μνημείο της Χώρας, το 1955 άρχισε να υλοποιείται η κατασκευή ισχυρού προστατευτικού τοίχου από το Κράτος για τη στήριξη του ναού.
Ένα λοιπόν είναι σίγουρο, ότι ο Ναός της Επισκοπής υπήρχε κατά τα δύσκολα χρόνια της Εικονομαχίας.
Ο Ναός αγιογραφήθηκε πάλι τον 11ο αιώνα.
Για Τρίτη φορά αγιογραφήθηκε τον 13ο αιώνα, κατά την εποχή πού η περιοχή ανήκε στο Δεσποτάτο της Ηπείρου.
Οι ωραιότερες τοιχογραφίες του ναού της Επισκοπής είναι του στρώματος αυτού.
Για τέταρτη φορά αγιογραφήθηκε ο ναός τον 17ο αιώνα, όπως μαρτυρεί το εικονογραφημένο κτιστό τέμπλο του.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ο Βυζαντινός ναός της Επισκοπής φαίνεται ότι ακολούθησε τις κακουχίες και τις δυσκολίες του δούλου Γένους.
Δεν γνωρίζουμε αν ο ναός λεηλατήθηκε από τους κατακτητές, το οποίο πολύ πιθανόν να συνέβη.

Τότε ίσως να σοβατίστηκαν οι τοίχοι και να καλύφθηκαν οι αγιογραφίες από τους Έλληνες, στην προσπάθειά τους να τις διασώσουν από τους Τούρκους.
Πάντως η αγιογράφηση του τέμπλου του ναού κατά τον ΙΖ΄ αιώνα, φανερώνει την ύπαρξη ισχυρής ελληνικής κοινότητας στο χωριό με ενδιαφέρον για τον Ναό, ή ακόμα μαρτυρεί και τη λειτουργία του ως Καθολικό Μοναστηριού όπως θέλει η τοπική παράδοση.

Για τα χρόνια του 19ου αιώνα δεν γνωρίζουμε κάτι από γραπτές πηγές.
Από προφορική παράδοση πληροφορούμαστε μόνο, ότι έγινε ανακαίνιση του ναού περί το 1860.
Από την εποχή αυτή σώζονται δύο φορητές εικόνες του Τέμπλου (του Χριστού και της Παναγίας).

Υποθέτουμε πως ο ναός της Παναγίας, τα χρόνια αυτά, αν όχι παλαιότερα, έπαυσε να είναι Μοναστηριακός ναός και έγινε ο Ενοριακός ναός του χωριού.

Στον 20ό αιώνα ο Βυζαντινός ναός επρόκειτο να περάσει μια μεγάλη περιπέτεια.
Ο Μέγδοβας άρχισε να διαβρώνει την όχθη πάνω στην οποία ήταν κτισμένος ο ναός.

Οι κάτοικοι έκαναν εκκλήσεις στο Κράτος για βοήθεια από το 1926.
Περνούσαν τα χρόνια και βοήθεια δεν ερχόταν.
Και ενώ οι κάτοικοι παρακαλούσαν τους υπεύθυνους των αρμοδίων κρατικών Υπηρεσιών, ο Μέγδοβας γινόταν όλο και πιο απειλητικός απέναντι στο Βυζαντινό Μνημείο.

Μετά από 30 ολόκληρα χρόνια αφού το 1951 χαρακτηρίσθηκε «Διατηρητέο Μνημείο της Χώρας», το 1955 άρχισε να υλοποιείται η κατασκευή ισχυρού προστατευτικού τοίχου από το Κράτος για τη στήριξη του ναού.

Μέχρι το 1959 οι κρατικές υπηρεσίες χορήγησαν 200.000 δραχμές και με την προσφορά προσωπικής εργασίας από τους κατοίκους ο κίνδυνος από τον Μέγδοβα αντιμετωπίσθηκε οριστικά.

Όμως, ο ισχυρός τοίχος που κατασκευάσθηκε κατά τα έτη 1955-1959, για λίγα μόνο χρόνια επρόκειτο να προστατεύσει τον ναό.
Και τούτο διότι το 1961 άρχιζαν οι εργασίες κατασκευής του Φράγματος των Κρεμαστών και ο ναός ήταν καταδικασμένος να σκεπαστεί από τη σχηματιζόμενη λίμνη.

Τον Ιανουάριο του 1965, λίγο πριν ολοκληρωθεί η κατασκευή του Φράγματος των Κρεμαστών, ανακαλύφθηκαν στον ναό της Επισκοπής τοιχογραφίες μεγάλης αρχαιολογικής αξίας.
Συνεργείο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας αποτοίχισε τρία στρώματα τοιχογραφιών συνολικής έκτασης 250 τετρ. μέτρων.
Οι τοιχογραφίες, αφού καθαρίστηκαν πρόχειρα μεταφέρθηκαν στην Αθήνα για την συντήρηση και φύλαξή τους.

Μετά από μακροχρόνια εργασία συντήρησης και τοποθέτησης στα οριστικά τους πλαίσια, οι τοιχογραφίες της Επισκοπής παρουσιάσθηκαν το 1976 σε Έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη.
Το 1980 έγινε η έκθεσή τους στο Βυζαντινό Μουσείο.
Μέρος των τοιχογραφιών αυτών παρουσιάσθηκε αργότερα στην Αθήνα και στη Φλωρεντία.

Το 1996 αρκετές από τις τοιχογραφίες συμπεριλήφθηκαν σε μεγάλη Έκθεση πού έγινε στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης.

Από το 2004 οι τοιχογραφίες της Επισκοπής εκτίθενται μόνιμα σε αίθουσα των νέων κτιρίων του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου Αθηνών.
Κατά τον Ακαδημαϊκό Μανόλη Χατζηδάκη οι τοιχογραφίες της Επισκοπής είναι «υψηλής ποιότητος» και μπορούν να παραλληλισθούν με μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας, τοιχογραφίες της Θεσσαλονίκης και της Σερβίας, έργα μεγάλων δημιουργών.

Το 1965 η λίμνη έπνιξε όλη την περιοχή με αρκετά χωριά, καλλιέργειες, εκκλησίες, γεφύρια και το μοναδικό αυτό μνημείο χάθηκε για πάντα,όταν κατασκευάστηκε το υδροηλεκτρικό φράγμα των Κρεμαστών.
Είκοσι χωριά, δεκάδες μοναστήρια και εκκλησίες, καλλιέργειες και δέντρα βρίσκονταν στα 90.000 στρέμματα γης που βυθίστηκαν για την κατασκευή του υδροηλεκτρικού φράγματος Κρεμαστών, μεγαλύτερου γαιοφράγματος της Ευρώπης.

Περίπου 2.000 κάτοικοι αναγκάστηκαν να αφήσουν την περιοχή στα όρια μεταξύ των νομών Ευρυτανίας και Αιτωλοακαρνανίας, βλέποντας τα χωριά τους να βυθίζονται στο όνομα της αναβάθμισης της ενεργειακής παραγωγής της Ελλάδας.
Σε βάθος μόλις δεκαπέντε μέτρων επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι, τσουχτερό κρύο και οι κάτοικοι μας είχαν προειδοποιήσει για την ύπαρξη υπογείων ρευμάτων. Ταυτόχρονα, το υψόμετρο στο οποίο βρίσκεται η λίμνη (400 μέτρων) αύξανε τον κίνδυνο της νόσου των δυτών.
Οι αποτοιχισμένες τοιχογραφίες και ολόκληρο το τέμπλο μεταφέρθηκαν στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών όπου εκτίθενται σε ξεχωριστή πτέρυγα.

Το 1965, εν όψει της κάλυψης του Βυζαντινού Ναού από τη λίμνη των Κρεμαστών, η Πολιτεία υποσχέθηκε επίσημα – αφού διαπιστώθηκε αδυναμία για την μεταφορά του Μνημείου εκτός του χώρου που θα κάλυπτε η λίμνη – την κατασκευή Πανομοιότυπου Βυζαντινού Ναού.

Στον Ναό αυτό θα τοποθετούνταν και οι αποτοιχισμένες τοιχογραφίες και θα δημιουργούνταν στο νέο χωριό της Επισκοπής ένας Ναός – Μουσείο.

Παρά τις επανειλημμένες και σαφείς υποσχέσεις, ουδέποτε κατασκευάσθηκε αυτός ο Ναός από το Κράτος.
Τουλάχιστον θα μπορούσε να γίνει μια πλήρης σειρά πιστών αντιγράφων, για να κοσμήσουν τον Πανομοιότυπο Ναό – Μουσείο.

Θα ήταν κατά τη γνώμη μας μια πολύτιμη πολιτιστική και πολιτισμική προσφορά στην ελληνική περιφέρεια από την Πολιτεία.

Η κατάδυση και ανεύρεση του Ναού

Τον Μάϊο του 2008 ο σύλλογος ερασιτεχνών αυτοδυτών ΤΗΘΥΣ πραγματοποίησε δύσκολη και τολμηρή κατάδυση στο σημείο του βυθισμένου ναού και διαπίστωσε ότι 43 χρόνια μετά ο ναός σε βάθος 32 μέτρων συνεχίζει όρθιος να αντιστέκεται στα ρεύματα και την λάσπη που κάθε χρόνο κατεβάζει ο Μέγδοβας.

O σύλλογος ξεκίνησε τις προσπάθειες με δυναμικό 13 δυτών, 7 συνοδών, 8 αυτοκινήτων και πολλών φιαλών.

Ο Κώστας Σερπάνος, ψαράς της περιοχής, τους οδήγησε με τη βάρκα του στο σωστό σημείο ακολουθώντας τις τηλεφωνικές οδηγίες του ηλικιωμένου πατέρα του που ως άλλος Ξέρξης παρακολουθούσε από το βουνό, ανακαλώντας στη μνήμη του το τοπίο πριν από 45 χρόνια.
Ο όγκος εντοπίστηκε σε βάθος 30 μέτρων!

Η ορατότητα όμως ήταν τρομερά περιορισμένη λόγω της υψηλής περιεκτικότητας σε φερτές ύλες και κοκκινόχωμα από τα ποτάμια που εκβάλουν στη λίμνη.
Ήταν «σαν να καταδύεσαι σε λάσπη» θυμάται ο Γιώργος Κυπραίος, ένας από τους δύτες.

Σε βάθος μόλις δεκαπέντε μέτρων επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι, τσουχτερό κρύο και οι κάτοικοι μας είχαν προειδοποιήσει για την ύπαρξη υπογείων ρευμάτων.
Ταυτόχρονα, το υψόμετρο στο οποίο βρίσκεται η λίμνη (400 μέτρων) αύξανε τον κίνδυνο της νόσου των δυτών.

Η ομάδα ήταν έτοιμη να τα παρατήσει, ωστόσο βλέποντας πόσο είχαν επενδύσει συναισθηματικά οι κάτοικοι της περιοχής στην αποστολή τους, αποφάσισαν να την ολοκληρώσουν.

Τελικά κατάφεραν να φτάσουν στα 32 μέτρα βάθος όπου εντόπισαν το θόλο και διαπίστωσαν ότι η εκκλησία ήταν ακόμη όρθια.

Λένε πολλοί ότι μερικές φορές ακούν την καμπάνα της εκκλησίας να χτυπάει μέσα από τα νερά της λίμνης.

Σπουδαίο και σημαντικό έργο τόσο με έρευνες όσο και με συγγράμματα – εκδόσεις για τον ιστορικό αυτό Ναό της Επισκοπής και όχι μόνο έχει να επιδείξει ο αρχιμανδρίτης Δαμασκηνός Βασιλόπουλος, από τα Αρχείο του οποίου, και εμείς, χρησιμοποιήσαμε φωτογραφικό υλικό και κείμενα.

Μάλιστα κυκλοφόρησε ένα σημαντικό λεύκωμα που εκδόθηκε και κυκλοφόρησε με τίτλο «ΠΑΝΑΓΙΑ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ».

πηγή: www.ekklisiaonline.gr